Δύο χρόνια μετά την πρώτη του
ποιητική απόπειρα, ο νεαρός Λαρισαίος ποιητής και εκδότης Θάνος Γώγος,
επιστρέφει με ένα άκρως ενδιαφέρον ποιητικό σχεδίασμα που κυκλοφόρησε από
τις εκδόσεις “Θράκα” με τον ιδιαίτερο τίτλο «Γλασκώβη».
«Η Γλασκώβη είναι μια υπέροχη
πόλη, που εύκολα θα επιλέξει κάποιος για προορισμό. Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν
παύει να έχει κι ένα χαρακτηριστικό μειονέκτημα Οι κλιματολογικές μάλλον
συνθήκες και το πολυτάραχο της ιστορίας του τόπου, έχουν κάνει τους ανθρώπους
της πολύ σφιχτούς. Δεν γνωρίζω πως θα μπορούσε να με είχε επηρεάσει η πόλη εάν
ήμουν ιθαγενής, αλλά νομίζω ότι το γεγονός της ελάχιστης ηλιοφάνειας και των
πολλών βροχών θα με είχε σκληρύνει σε βάθος». Ένα σύντομο απόσπασμα από
την εισαγωγή του βιβλίου, το μοναδικό ίσως που αναφέρεται στην ομώνυμη πόλη της
Βόρειας Ευρώπης. Τί κι αν η απόσταση ή οι κλιματικές συνθήκες μοιάζουν να
δυσκολεύουν την εκτόνωση της ερωτικής επιθυμίας; «Πρέπει να έχει κανείς έναν
έρωτα, ένα μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες
απελπισίες που κυριεύουν όλους μας», παρατηρεί ο Άλμπερτ Καμύ. «Γιατί δεν
υπάρχουν έρωτες νόμιμοι ή μη νόμιμοι. / Υπάρχουν μόνον έρωτες χωρίς επίθετο»,
θα συμπλήρωνε ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Ο Θάνος Γώγος μοιάζει να αγαπάει
τον μη συνηθισμένο λόγο. Γοητεύεται από την παρέκκλιση ιδεών, τάσεων, απόψεων,
θεάσεων. Επιχειρεί κάθε τόσο να συνθέσει έναν στιχουργικό κόσμο αταίριαστο με
ό,τι έχουμε συνηθίσει κι ας αχνοφαίνονται οι επιρροές και οι εμπνεύσεις του.
Εκείνος εύκολα -αλλά όχι επιπόλαια- θα πει ότι τρέφεται κυριολεκτικά από τον
υπερρεαλισμό.
Έτσι προσεγγίζει την τέχνη της
γραφής απ’ το μετερίζι της δικής του ζωής:
«Η αντίδραση στην πραγματικότητα, η συναισθηματική παρόρμηση, η παράδοξη χαρά, η αποσύνδεση από αυτήν και οι λεπτομέρειες που κάθε φορά τη συνθέτουν ή αποσυνθέτουν, είναι τα θέματα που έτσι κι αλλιώς με απασχολούν». Και συνεχίζει: «Δεν πιστεύω στον διδακτισμό της τέχνης. Αυτό που με απασχολεί είναι η μεταφορά μιας αίσθησης. Πιστεύω στον σουρεαλισμό ως βάση στην τέχνη και ακόμη περισσότερο στην πρακτική της ζωής. Ωστόσο, η ακατέργαστη ύλη απαιτεί επεξεργασία, οι φωνές εναλλάσσονται, θέλοντας να βγουν έξω καθαρές, στο μέτρο που μπορώ να το κάνω. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκαν ηρωίδες και ήρωες της αστάθειας και έγραψαν ή έγραψα σύμφωνα με τις ανάγκες τους».
Η «Γλασκώβη» δεν είναι παρά ένα
παραλήρημα εικόνων μεταξύ δύο εραστών που επιχειρούν να φτάσουν σε ένα παράδοξο
συναισθηματικό βάθος, όπου ελάχιστοι ίσως μπορούν να προσεγγίσουν. Γοητευτικές
περιγραφές, ενδιαφέρουσες ενδοσκοπήσεις, προσπάθειες ερμηνείας ενός άρρητου
μυστηρίου συνθέτουν ένα ανάγνωσμα 54 σελίδων.